- ταλαιπωρῶ
- ταλαιπωρέωdo hard workpres subj act 1st sg (attic epic doric)ταλαιπωρέωdo hard workpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλαιπωρώ — ταλαιπωρῶ, έω, ΝΜΑ [ταλαίπωρος] 1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τόν ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾱς», Ισοκρ.) 2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῡμαι … Dictionary of Greek
ταλαιπωρώ — ταλαιπωρώ, ταλαιπώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταλαιπωρώ — ταλαιπώρησα, ταλαιπωρήθηκα, ταλαιπωρημένος, κατακουράζω κάποιον σωματικά και ψυχικά, παιδεύω, τυραννώ: Μας ταλαιπώρησε δυο μήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλαιπώρω — ταλαίπωρος suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual ταλαίπωρος suffering masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπώρῳ — ταλαίπωρος suffering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπώρωι — ταλαιπώρῳ , ταλαίπωρος suffering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεύω — (ΑΜ παιδεύω) 1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω 2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.) 3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ … Dictionary of Greek
τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek